πολυφίλητος: Difference between revisions
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
(6_18) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠφίλητος''': -ον, ὁ πολὺ [[ἀγαπητός]], ὁ [[λίαν]] πεφιλημένος, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 15. 86. | |lstext='''πολῠφίλητος''': -ον, ὁ πολὺ [[ἀγαπητός]], ὁ [[λίαν]] πεφιλημένος, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 15. 86. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολυφίλητος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που τον αγαπούν πολύ, [[πολυαγαπημένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φιλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φιλώ]] «[[αγαπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>φίλητος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A much-loved, gloss on τριφίλατος, Sch.Theoc.15.86.
German (Pape)
[Seite 676] vielgeliebt, Schol. Theocr. 15, 86, als Erkl. von τριφίλητος.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠφίλητος: -ον, ὁ πολὺ ἀγαπητός, ὁ λίαν πεφιλημένος, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 15. 86.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυφίλητος, -ον, ΝΑ
αυτός που τον αγαπούν πολύ, πολυαγαπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»), πρβλ. ευ-φίλητος].