πονηροδιδάσκαλος: Difference between revisions
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui enseigne le mal.<br />'''Étymologie:''' [[πονηρός]], [[διδάσκαλος]]. | |btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui enseigne le mal.<br />'''Étymologie:''' [[πονηρός]], [[διδάσκαλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που διδάσκει την [[πονηρία]], ο [[δάσκαλος]] της κακίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πονηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[διδάσκαλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τραγωδο</i>-[[διδάσκαλος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A teaching wickedness, Str.7.3.8.
German (Pape)
[Seite 680] Böses lehrend, Strab. 7, 3, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πονηροδῐδάσκαλος: -ον, ὁ διδάσκαλος τῆς κακίας, Στράβ. 302.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
qui enseigne le mal.
Étymologie: πονηρός, διδάσκαλος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που διδάσκει την πονηρία, ο δάσκαλος της κακίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + διδάσκαλος (πρβλ. τραγωδο-διδάσκαλος)].