ποσαπλάσιος: Difference between revisions
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />combien de fois plus grand ?<br />'''Étymologie:''' [[πόσος]], -πλάσιος. | |btext=α, ον :<br />combien de fois plus grand ?<br />'''Étymologie:''' [[πόσος]], -πλάσιος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[ποσαπλάσιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ<br />πόσο μεγαλύτερος, πόσο [[περισσότερος]] («ἀλλὰ ποσαπλάσιον, τετραπλάσιον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόσος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάσιος]], [[κατά]] το [[πολλαπλάσιος]] και τα ανάλογ. αριθμητικά σε -[[πλάσιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-[[πλάσιος]], <i>εκατοντα</i>-[[πλάσιος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
[πλᾰ], α, ον,
A how many times multiplied? how many fold? Pl.Men.83b. 2 c.gen., what multiple of . .? ib.84e.
German (Pape)
[Seite 687] wie vielfach? wie vielmal größer? Plat. Men. 83 b.
Greek (Liddell-Scott)
ποσαπλάσιος: -α, -ον, ποσάκις περισσότερος ἢ ποσάκις ἐπαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? ἔνθα ἡ ἀπόκρισις εἶναι τετραπλάσιον, Πλάτ. Μένων 83Β. 2) μετὰ γεν., τί πολλαπλάσιον τοῦ...; αὐτόθι 84Ε.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
combien de fois plus grand ?
Étymologie: πόσος, -πλάσιος.
Greek Monolingual
-α, -ο / ποσαπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
πόσο μεγαλύτερος, πόσο περισσότερος («ἀλλὰ ποσαπλάσιον, τετραπλάσιον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + -πλάσιος, κατά το πολλαπλάσιος και τα ανάλογ. αριθμητικά σε -πλάσιος (πρβλ. πεντα-πλάσιος, εκατοντα-πλάσιος)].