πρηνηδόν: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(6_6)
(34)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρηνηδόν''': ἐπίρρ., «προύμυτα, [[κατακέφαλα]]», Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 23.
|lstext='''πρηνηδόν''': ἐπίρρ., «προύμυτα, [[κατακέφαλα]]», Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 23.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜ<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε [[στάση]] πρηνή, με το [[πρόσωπο]] [[προς]] το [[έδαφος]], [[μπρούμυτα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[θέση]] ή [[στάση]] [[πρηνηδόν]]»<br /><b>στρ.</b> μια από τις [[τρεις]] θεμελιώδεις θέσεις του στρατιώτη που πυροβολεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρηνής]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βαθμ</i>-<i>ηδόν</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 700] adv., vorwärts, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

πρηνηδόν: ἐπίρρ., «προύμυτα, κατακέφαλα», Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 23.

Greek Monolingual

ΝΜ
επίρρ.
1. σε στάση πρηνή, με το πρόσωπο προς το έδαφος, μπρούμυτα
2. φρ. «θέση ή στάση πρηνηδόν»
στρ. μια από τις τρεις θεμελιώδεις θέσεις του στρατιώτη που πυροβολεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρηνής + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].