προαποπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_13a)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προαποπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[ἀποπίπτω]] πρότερον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 3.
|lstext='''προαποπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[ἀποπίπτω]] πρότερον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 3.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[πέφτω]] πρόωρα («[[συκῆ]] καὶ τὰ ἐρινὰ τὰ προαποπίπτοντα», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὰποπίπτω</i> «[[πέφτω]] από [[κάπου]]»].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαποπίπτω Medium diacritics: προαποπίπτω Low diacritics: προαποπίπτω Capitals: ΠΡΟΑΠΟΠΙΠΤΩ
Transliteration A: proapopíptō Transliteration B: proapopiptō Transliteration C: proapopipto Beta Code: proapopi/ptw

English (LSJ)

   A fall off early, Thphr.HP3.7.3.

German (Pape)

[Seite 708] (s. πίπτω), vorher abfallen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προαποπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἀποπίπτω πρότερον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 3.

Greek Monolingual

Α
πέφτω πρόωρα («συκῆ καὶ τὰ ἐρινὰ τὰ προαποπίπτοντα», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὰποπίπτω «πέφτω από κάπου»].