προεκκόπτω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προεκκόπτω''': [[ἐκβάλλω]] διὰ κτυπήματος πρότερον, Γαλην. τ. 2, σ. 683, 1, ὁ αὐτ., [[αὐτόθι]] 682, 6, κτλ. | |lstext='''προεκκόπτω''': [[ἐκβάλλω]] διὰ κτυπήματος πρότερον, Γαλην. τ. 2, σ. 683, 1, ὁ αὐτ., [[αὐτόθι]] 682, 6, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κόβω]] [[κάτι]] [[πέρα]] ώς [[πέρα]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[οστό]]) [[εξάγω]], [[βγάζω]] με [[χτύπημα]] [[προηγουμένως]] («προεκκόπτων τοὺς σπονδύλους», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατακόβω]], [[καταστρέφω]] [[προηγουμένως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκόπτω]] «[[κόβω]] και [[αφαιρώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A excise first, τοὺς σπονδύλους Gal.2.682:—Pass., ib.702. II destroy first, Lib.Or.39.15.
German (Pape)
[Seite 718] vorher herausschlagen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προεκκόπτω: ἐκβάλλω διὰ κτυπήματος πρότερον, Γαλην. τ. 2, σ. 683, 1, ὁ αὐτ., αὐτόθι 682, 6, κτλ.
Greek Monolingual
Α
1. κόβω κάτι πέρα ώς πέρα
2. (σχετικά με οστό) εξάγω, βγάζω με χτύπημα προηγουμένως («προεκκόπτων τοὺς σπονδύλους», Γαλ.)
3. κατακόβω, καταστρέφω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκόπτω «κόβω και αφαιρώ»].