προσαναδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσαναδώσω, <i>ao.</i> προσανέδωκα, <i>etc.</i><br />présenter en outre, remettre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀναδίδωμι]].
|btext=<i>f.</i> προσαναδώσω, <i>ao.</i> προσανέδωκα, <i>etc.</i><br />présenter en outre, remettre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀναδίδωμι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[δίνω]] ή [[μοιράζω]] σε κάποιον [[κάτι]] επιπροσθέτως ή [[κατόπιν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναδίδωμι]] «[[διανέμω]] [[ολόγυρα]], [[διαμοιράζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναδίδωμι Medium diacritics: προσαναδίδωμι Low diacritics: προσαναδίδωμι Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: prosanadídōmi Transliteration B: prosanadidōmi Transliteration C: prosanadidomi Beta Code: prosanadi/dwmi

English (LSJ)

   A distribute or give out besides, Plb. 10.14.3; τινὶ τὴν ἀσπίδα Plu.2.241f.

German (Pape)

[Seite 749] (s. δίδωμι), dazu od. dabei in die Höhe geben, hinausreichen, Sp.; dazu vertheilen, Pol. 10, 14, 3.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναδίδωμι: δίδω ἢ διανέμω προσέτι, προσανέδωκε κλίμακας πλείους τῶν πρότερον Πολύβ. 10. 14, 3, Πλούτ. 2. 241F.

French (Bailly abrégé)

f. προσαναδώσω, ao. προσανέδωκα, etc.
présenter en outre, remettre.
Étymologie: πρός, ἀναδίδωμι.

Greek Monolingual

Α
δίνω ή μοιράζω σε κάποιον κάτι επιπροσθέτως ή κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναδίδωμι «διανέμω ολόγυρα, διαμοιράζω»].