προσδιαναγκάζω: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(6_1)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσδιᾰναγκάζω''': [[ἀναγκάζω]], [[βιάζω]] [[προσέτι]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792.
|lstext='''προσδιᾰναγκάζω''': [[ἀναγκάζω]], [[βιάζω]] [[προσέτι]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[αναγκάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ακόμη]], [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ακόμη]] να βιαστεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαναγκάζω]] «[[επιφέρω]] βία, [[αναγκάζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδιᾰναγκάζω Medium diacritics: προσδιαναγκάζω Low diacritics: προσδιαναγκάζω Capitals: ΠΡΟΣΔΙΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: prosdianankázō Transliteration B: prosdianankazō Transliteration C: prosdianagkazo Beta Code: prosdianagka/zw

English (LSJ)

   A assist in forcing, Hp.Art.6.

German (Pape)

[Seite 755] noch dazu zwingen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

προσδιᾰναγκάζω: ἀναγκάζω, βιάζω προσέτι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792.

Greek Monolingual

Α
αναγκάζω κάποιον ή κάτι ακόμη, κάνω κάποιον ή κάτι ακόμη να βιαστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + διαναγκάζω «επιφέρω βία, αναγκάζω»].