προσκέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(6_20)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκέλλω''': προσορμίζομαι, Ποιάνθῃ (ἢ ποιανθεῖ) νήσῳ προσεκέλσαμεν Ὀρφ. Ἀργ. 1048.
|lstext='''προσκέλλω''': προσορμίζομαι, Ποιάνθῃ (ἢ ποιανθεῖ) νήσῳ προσεκέλσαμεν Ὀρφ. Ἀργ. 1048.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(σχετικά με [[πλοίο]]) ωθώ, [[φέρνω]] στην [[ξηρά]], [[προσορμίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κέλλω]] «ωθώ [[προς]] τα [[μπροστά]], [[οδηγώ]] [[πλοίο]] στην [[ακτή]]»].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκέλλω Medium diacritics: προσκέλλω Low diacritics: προσκέλλω Capitals: ΠΡΟΣΚΕΛΛΩ
Transliteration A: proskéllō Transliteration B: proskellō Transliteration C: proskello Beta Code: proske/llw

English (LSJ)

aor. -έκελσα,

   A push to land, land, νήσῳ Orph.A.1050, Opp.H.2.500, cf. Nonn.D.3.47.

German (Pape)

[Seite 769] dazu treiben, Orph. Arg. 1048.

Greek (Liddell-Scott)

προσκέλλω: προσορμίζομαι, Ποιάνθῃ (ἢ ποιανθεῖ) νήσῳ προσεκέλσαμεν Ὀρφ. Ἀργ. 1048.

Greek Monolingual

Α
(σχετικά με πλοίο) ωθώ, φέρνω στην ξηρά, προσορμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κέλλω «ωθώ προς τα μπροστά, οδηγώ πλοίο στην ακτή»].