πτορθεῖον: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(6_21)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτορθεῖον''': τό, [[νέος]] [[βλαστός]], «βλαστάρι», [[νέος]] [[κλάδος]], Ὀδ. Ζ. 128· ὥς τις πτόρθος ηὐξόμην Εὐρ. Ἑκ. 20· πτόρθοισι δάφνης ὁ αὐτ. ἔν Ἴωνι 103· μαλάχης Ἀριστοφ. Πλ. 514· οἱ πτόρθοι καὶ οἱ νέοι κλῶνες Πλάτ. Πρωτ. 334Β· πτόρθους ἀπαλοὺς ἀποτρώγουσαι Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1· [[καθόλου]], [[κλάδος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Μορ. 3. 10, 17, κτλ.· - πτ. [[μέγας]], ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Πλαν. 103. ΙΙ. πτόρθοιό τι λήγει, «τοῦ κλωνοφυεῖν» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πτόρθος· [[ὄρπηξ]], [[βλαστός]], [[κλάδος]], ἢ [[ἔκφυσις]] δένδρου, [[θαλλός]]».
|lstext='''πτορθεῖον''': τό, [[νέος]] [[βλαστός]], «βλαστάρι», [[νέος]] [[κλάδος]], Ὀδ. Ζ. 128· ὥς τις πτόρθος ηὐξόμην Εὐρ. Ἑκ. 20· πτόρθοισι δάφνης ὁ αὐτ. ἔν Ἴωνι 103· μαλάχης Ἀριστοφ. Πλ. 514· οἱ πτόρθοι καὶ οἱ νέοι κλῶνες Πλάτ. Πρωτ. 334Β· πτόρθους ἀπαλοὺς ἀποτρώγουσαι Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1· [[καθόλου]], [[κλάδος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Μορ. 3. 10, 17, κτλ.· - πτ. [[μέγας]], ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Πλαν. 103. ΙΙ. πτόρθοιό τι λήγει, «τοῦ κλωνοφυεῖν» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πτόρθος· [[ὄρπηξ]], [[βλαστός]], [[κλάδος]], ἢ [[ἔκφυσις]] δένδρου, [[θαλλός]]».
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[πτόρθος]]<br />[[μικρός]] [[πτόρθος]], [[βλασταράκι]].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτορθεῖον Medium diacritics: πτορθεῖον Low diacritics: πτορθείον Capitals: ΠΤΟΡΘΕΙΟΝ
Transliteration A: ptortheîon Transliteration B: ptortheion Transliteration C: ptortheion Beta Code: ptorqei=on

English (LSJ)

τό,

   A = πτόρθος, Nic.Al.267.

German (Pape)

[Seite 811] τό, = πτόρθος, Nic. Al. 267.

Greek (Liddell-Scott)

πτορθεῖον: τό, νέος βλαστός, «βλαστάρι», νέος κλάδος, Ὀδ. Ζ. 128· ὥς τις πτόρθος ηὐξόμην Εὐρ. Ἑκ. 20· πτόρθοισι δάφνης ὁ αὐτ. ἔν Ἴωνι 103· μαλάχης Ἀριστοφ. Πλ. 514· οἱ πτόρθοι καὶ οἱ νέοι κλῶνες Πλάτ. Πρωτ. 334Β· πτόρθους ἀπαλοὺς ἀποτρώγουσαι Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1· καθόλου, κλάδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Μορ. 3. 10, 17, κτλ.· - πτ. μέγας, ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Πλαν. 103. ΙΙ. πτόρθοιό τι λήγει, «τοῦ κλωνοφυεῖν» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πτόρθος· ὄρπηξ, βλαστός, κλάδος, ἢ ἔκφυσις δένδρου, θαλλός».

Greek Monolingual

τὸ, Α πτόρθος
μικρός πτόρθος, βλασταράκι.