πυλαϊκός: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
(6_10) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠλᾱϊκός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν Πυλαίαν, ὁ τῆς Πυλαίας, Πυλ. [[κόλπος]] Στράβ. 9, 430· Πυλ. [[πανήγυρις]] [[αὐτόθι]] 436· [[ταῦτα]] μέν ἐστι Πυλαϊκῆς ὀχλαγωγίας Πλουτ. Πύρρ. 29· πρβλ. πυλαία ΙΙ. | |lstext='''πῠλᾱϊκός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν Πυλαίαν, ὁ τῆς Πυλαίας, Πυλ. [[κόλπος]] Στράβ. 9, 430· Πυλ. [[πανήγυρις]] [[αὐτόθι]] 436· [[ταῦτα]] μέν ἐστι Πυλαϊκῆς ὀχλαγωγίας Πλουτ. Πύρρ. 29· πρβλ. πυλαία ΙΙ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[Πύλαι]] / [[πυλαία]]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[πυλαία]], δηλ. με τη σύνοδο του αμφικτιονικού συνεδρίου στις Θερμοπύλες<br /><b>2.</b> αγύρτικος, [[ψεύτικος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A silly, ὀχλαγωγία Plu.Pyrrh.29.
German (Pape)
[Seite 817] possenhaft, ὀχλαγωγία Plut. Pyrrh. 29.
Greek (Liddell-Scott)
πῠλᾱϊκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν Πυλαίαν, ὁ τῆς Πυλαίας, Πυλ. κόλπος Στράβ. 9, 430· Πυλ. πανήγυρις αὐτόθι 436· ταῦτα μέν ἐστι Πυλαϊκῆς ὀχλαγωγίας Πλουτ. Πύρρ. 29· πρβλ. πυλαία ΙΙ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α Πύλαι / πυλαία]
1. ο σχετικός με την πυλαία, δηλ. με τη σύνοδο του αμφικτιονικού συνεδρίου στις Θερμοπύλες
2. αγύρτικος, ψεύτικος.