ῥαιστήριος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(6_4)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥαιστήριος''': -α, -ον, ὁ κατασυντρίβων, συνθλῶν· τὰ ῥαιστήρια, τὰ σφυρία, Ὀππ. Ἁλ. 5. 153, [[ῥαιστήριος]] [[ἱδρώς]], ὁ τοῦ σφυρηλατοῦντος, [[αὐτόθι]] 2. 28. ΙΙ. [[καθόλου]], [[φθαρτικός]], ἀφανιστικός, καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], ῥ. φάρμακα, ἀντίθετον τῷ ἐσθλά, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 803· [[μετὰ]] γεν., ῥ. θυμοῦ [[αὐτόθι]] 790· [[νηῶν]] Δ. 921.
|lstext='''ῥαιστήριος''': -α, -ον, ὁ κατασυντρίβων, συνθλῶν· τὰ ῥαιστήρια, τὰ σφυρία, Ὀππ. Ἁλ. 5. 153, [[ῥαιστήριος]] [[ἱδρώς]], ὁ τοῦ σφυρηλατοῦντος, [[αὐτόθι]] 2. 28. ΙΙ. [[καθόλου]], [[φθαρτικός]], ἀφανιστικός, καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], ῥ. φάρμακα, ἀντίθετον τῷ ἐσθλά, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 803· [[μετὰ]] γεν., ῥ. θυμοῦ [[αὐτόθι]] 790· [[νηῶν]] Δ. 921.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ον, Α [[ῥαιστήρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνθλίβει, που συντρίβει ή αυτός που σφυρηλατεί<br /><b>2.</b> αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει, [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («ῥαιστήρια φάρμακα», Απολλ. Ρόδ.).
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαιστήριος Medium diacritics: ῥαιστήριος Low diacritics: ραιστήριος Capitals: ΡΑΙΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: rhaistḗrios Transliteration B: rhaistērios Transliteration C: raistirios Beta Code: r(aisth/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A smashing, hammering, ῥ. ἱδρώς the blacksmith's sweat or toil, ib.2.28; ἄκμοσι . . ῥ. hammered upon the anvil, ib.5.153.    II generally, destructive, pernicious, ῥ. φάρμακα, opp. ἐσθλά, A.R.3.803: c. gen., ῥ. φάρμακα θυμοῦ ib.790; νηῶν 4.921.

German (Pape)

[Seite 832] hämmernd; ἱδρώς, Schweiß der Schmiede beim Hämmern, Opp. Hal. 2, 28; Lycophr. 525; τὰ ῥαιστήρια, = ῥαιστῆρες, die Hämmer, Opp. Hal. 5, 153.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαιστήριος: -α, -ον, ὁ κατασυντρίβων, συνθλῶν· τὰ ῥαιστήρια, τὰ σφυρία, Ὀππ. Ἁλ. 5. 153, ῥαιστήριος ἱδρώς, ὁ τοῦ σφυρηλατοῦντος, αὐτόθι 2. 28. ΙΙ. καθόλου, φθαρτικός, ἀφανιστικός, καταστρεπτικός, ὀλέθριος, ῥ. φάρμακα, ἀντίθετον τῷ ἐσθλά, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 803· μετὰ γεν., ῥ. θυμοῦ αὐτόθι 790· νηῶν Δ. 921.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α ῥαιστήρ
1. αυτός που συνθλίβει, που συντρίβει ή αυτός που σφυρηλατεί
2. αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει, ολέθριος, καταστρεπτικός («ῥαιστήρια φάρμακα», Απολλ. Ρόδ.).