ῥάκετρον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥάκετρον''': τό, [[ἐργαλεῖον]] μαγειρικόν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 25· ὁ Ἡσύχ. ἔχει βράκετρον (Αἰολ.;) [[δρέπανον]], [[κλαδευτήριον]]. | |lstext='''ῥάκετρον''': τό, [[ἐργαλεῖον]] μαγειρικόν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 25· ὁ Ἡσύχ. ἔχει βράκετρον (Αἰολ.;) [[δρέπανον]], [[κλαδευτήριον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αιολ. τ. βράκετον, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] κοπίδας μάγειρα ή κρεοπώλη<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. <i>βράκετρον</i>) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[δρέπανον]], [[κλαδευτήριον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάκος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. <i>ῥακέω</i>, ενώ ο τ. <i>βράκετον</i> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάκετρον]] με ανομοιωτική [[αποβολή]] του δεύτερου -<i>ρ</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A butcher's cleaver, Poll.7.25 (v.l. ῥάχ-): Hsch. has βράκετρον (Aeol. ?), pruning-hook.
German (Pape)
[Seite 833] τό, auch βράκετρον, ein Werkzeug der Köche, neben κοπίς Poll. 7, 25 genannt; Hesych. erkl. Letzteres δρέπανον κλαδευτήριον.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάκετρον: τό, ἐργαλεῖον μαγειρικόν, Πολυδ. Ζ΄, 25· ὁ Ἡσύχ. ἔχει βράκετρον (Αἰολ.;) δρέπανον, κλαδευτήριον.
Greek Monolingual
και αιολ. τ. βράκετον, τὸ, Α
1. είδος κοπίδας μάγειρα ή κρεοπώλη
2. (μόνον ο τ. βράκετρον) (κατά τον Ησύχ.) «δρέπανον, κλαδευτήριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + επίθημα -τρον πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. ῥακέω, ενώ ο τ. βράκετον < ῥάκετρον με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου -ρ-].