ῥήκτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(6_19) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥήκτης''': -ου, ὁ, ([[ῥήγνυμι]]) ὁ ῥήσσων, διαρρηγνύς· ἐπὶ σεισμοῦ σχίζοντος τὴν γῆν εἰς ῥήγματα καὶ χάσματα, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 30. | |lstext='''ῥήκτης''': -ου, ὁ, ([[ῥήγνυμι]]) ὁ ῥήσσων, διαρρηγνύς· ἐπὶ σεισμοῦ σχίζοντος τὴν γῆν εἰς ῥήγματα καὶ χάσματα, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 30. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ῥήκτης]], ΝΑ<br />(για σεισμό) αυτός που επιφέρει στη γη ρήγματα<br /><b>νεοελλ.</b><br />ρηκτική [[οβίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> απαθή [[βαθμίδα]] <i>ῥηγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>της</i>. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον Ναυτικόν</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (ῥήγνυμι)
A breaker, render; of an earthquake that breaks the earth into fissures, Arist.Mu.396a5, Lyd.Ost.54.
German (Pape)
[Seite 840] ὁ, der Zerreißer, Zerbrecher, Spalter; dah. ein Erdbeben, das die Erde spaltet und einen Erdfall verursacht, Arist. de mund. 4, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ῥήκτης: -ου, ὁ, (ῥήγνυμι) ὁ ῥήσσων, διαρρηγνύς· ἐπὶ σεισμοῦ σχίζοντος τὴν γῆν εἰς ῥήγματα καὶ χάσματα, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 30.
Greek Monolingual
ο / ῥήκτης, ΝΑ
(για σεισμό) αυτός που επιφέρει στη γη ρήγματα
νεοελλ.
ρηκτική οβίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ- του ῥήγνυμι + επίθημα -της. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].