ῥιγοπύρετος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(6_15) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῑγοπύρετος''': ὁ, πυρετὸς [[μετὰ]] ῥίγους, ψύξεις πυκναὶ ῥιγοπύρετοι Γαλην. τ. 19, σ. 567, 16˙ [[ὡσαύτως]] ῥιγοπύρετον, τό, Α. Β. 42˙ καὶ ὑποκορ. ῥιγοπυρέτιον, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἠπιόλιον]]. | |lstext='''ῥῑγοπύρετος''': ὁ, πυρετὸς [[μετὰ]] ῥίγους, ψύξεις πυκναὶ ῥιγοπύρετοι Γαλην. τ. 19, σ. 567, 16˙ [[ὡσαύτως]] ῥιγοπύρετον, τό, Α. Β. 42˙ καὶ ὑποκορ. ῥιγοπυρέτιον, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἠπιόλιον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ό, και ῥιγοπύρετον, τὸ, Α<br />[[πυρετός]] που συνοδεύεται από έντονο [[ρίγος]], [[πυρετικός]] [[παροξυσμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥῖγος]] <span style="color: red;">+</span> [[πυρετός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A fever with shivering fits, ague, Gal.19.560,567, Ptol.Tetr.115, Vett.Val.210.5; also ῥῑγο-πύρετον, τό, Phryn.PSp.73B.; Dim. ῥῑγο-τίον, τό, Hsch. s.v. ἠπιόλιον.
German (Pape)
[Seite 842] ὁ, ein Fieber mit heftigem Frostschauer, Hippocr.; bei B. A. 42 τὸ καλούμενον ῥιγοπύρετον.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑγοπύρετος: ὁ, πυρετὸς μετὰ ῥίγους, ψύξεις πυκναὶ ῥιγοπύρετοι Γαλην. τ. 19, σ. 567, 16˙ ὡσαύτως ῥιγοπύρετον, τό, Α. Β. 42˙ καὶ ὑποκορ. ῥιγοπυρέτιον, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπιόλιον.
Greek Monolingual
ό, και ῥιγοπύρετον, τὸ, Α
πυρετός που συνοδεύεται από έντονο ρίγος, πυρετικός παροξυσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + πυρετός.