ῥιγοπύρετος
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, fever with shivering fits, ague, Gal.19.560,567, Ptol.Tetr.115, Vett.Val.210.5; also ῥιγοπύρετον, τό, Phryn.PSp.73B.; Dim. ῥιγοτίον, τό, Hsch. s.v. ἠπιόλιον.
German (Pape)
[Seite 842] ὁ, ein Fieber mit heftigem Frostschauer, Hippocr.; bei B. A. 42 τὸ καλούμενον ῥιγοπύρετον.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑγοπύρετος: ὁ, πυρετὸς μετὰ ῥίγους, ψύξεις πυκναὶ ῥιγοπύρετοι Γαλην. τ. 19, σ. 567, 16˙ ὡσαύτως ῥιγοπύρετον, τό, Α. Β. 42˙ καὶ ὑποκορ. ῥιγοπυρέτιον, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπιόλιον.
Greek Monolingual
ό, και ῥιγοπύρετον, τὸ, Α
πυρετός που συνοδεύεται από έντονο ρίγος, πυρετικός παροξυσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + πυρετός.