ῥοΐζω: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(6_12) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥοΐζω''': ἵππον, (ῥοὴ) βάλλω τὸν ἵππον εἰς τὸ [[ὕδωρ]] νὰ κολυμβήσῃ, Συγγραφεὺς παρὰ τῷ Σαλμασ. εἰς Σολῖν. σ. 336. ― Ὁ [[τύπος]] ῥοϊζομένους [[εἶναι]] παρεφθαρμένος ἐν Στράβ. 673, ἴδε Kramer ἐν τόπῳ. | |lstext='''ῥοΐζω''': ἵππον, (ῥοὴ) βάλλω τὸν ἵππον εἰς τὸ [[ὕδωρ]] νὰ κολυμβήσῃ, Συγγραφεὺς παρὰ τῷ Σαλμασ. εἰς Σολῖν. σ. 336. ― Ὁ [[τύπος]] ῥοϊζομένους [[εἶναι]] παρεφθαρμένος ἐν Στράβ. 673, ἴδε Kramer ἐν τόπῳ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[ῥόος]] / <i>ῥοή</i>]<br />(σχετικά με [[άλογο]]) [[οδηγώ]] στο [[νερό]] για να [[πλύνω]] («ῥοΐσαντα εἰς [[ὕδωρ]] γλυκύ», Ιππιατρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ἵππον, (ῥοή)
A water a horse, ride him in a pond, ῥοΐσαντα εἰς ὕδωρ γλυκύ Hippiatr.87.—The form ῥοϊζομένους is dub.l.in Str.14.5.12.
German (Pape)
[Seite 848] ἵππον, ein Pferd schwemmen, in die Schwemme reiten, auch im med., Lob. Phryn. 616.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοΐζω: ἵππον, (ῥοὴ) βάλλω τὸν ἵππον εἰς τὸ ὕδωρ νὰ κολυμβήσῃ, Συγγραφεὺς παρὰ τῷ Σαλμασ. εἰς Σολῖν. σ. 336. ― Ὁ τύπος ῥοϊζομένους εἶναι παρεφθαρμένος ἐν Στράβ. 673, ἴδε Kramer ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
ΜΑ ῥόος / ῥοή]
(σχετικά με άλογο) οδηγώ στο νερό για να πλύνω («ῥοΐσαντα εἰς ὕδωρ γλυκύ», Ιππιατρ.).