σεληνιασμός: Difference between revisions

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
(6_14)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σεληνιασμός''': ὁ, [[ἐπιληψία]], ἱερὰ [[νόσος]] καθ’ Ἱπποκράτην, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 478F, Ὠριγέν. 3. 578Β· πρβλ. [[σεληνιάζομαι]].
|lstext='''σεληνιασμός''': ὁ, [[ἐπιληψία]], ἱερὰ [[νόσος]] καθ’ Ἱπποκράτην, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 478F, Ὠριγέν. 3. 578Β· πρβλ. [[σεληνιάζομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[σεληνιάζομαι]]<br />η [[νόσος]] [[επιληψία]], που, σύμφωνα με παλαιότερη [[αντίληψη]], οφειλόταν στην βλαβερή [[επίδραση]] της Σελήνης και τών φάσεών της.
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνιασμός Medium diacritics: σεληνιασμός Low diacritics: σεληνιασμός Capitals: ΣΕΛΗΝΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: selēniasmós Transliteration B: selēniasmos Transliteration C: seliniasmos Beta Code: selhniasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A epilepsy, Vett.Val.127.6, al.

German (Pape)

[Seite 870] ὁ, die Mondsucht, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνιασμός: ὁ, ἐπιληψία, ἱερὰ νόσος καθ’ Ἱπποκράτην, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 478F, Ὠριγέν. 3. 578Β· πρβλ. σεληνιάζομαι.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σεληνιάζομαι
η νόσος επιληψία, που, σύμφωνα με παλαιότερη αντίληψη, οφειλόταν στην βλαβερή επίδραση της Σελήνης και τών φάσεών της.