σηρικός: Difference between revisions
(strοng) |
(37) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from Ser (an Indian [[tribe]] from whom [[silk]] [[was]] procured; [[hence]] the [[name]] of the [[silk-worm]]); Seric, i.e. silken (neuter as [[noun]], a silky [[fabric]]): [[silk]]. | |strgr=from Ser (an Indian [[tribe]] from whom [[silk]] [[was]] procured; [[hence]] the [[name]] of the [[silk-worm]]); Seric, i.e. silken (neuter as [[noun]], a silky [[fabric]]): [[silk]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και σειρικός, -ή, όν, ΜΑ [[σήρ</i>, <i>σηρός]] κατασκευασμένος από [[μετάξι]], [[μεταξωτός]], [[μετάξινος]], [[μεταξένιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo σηρικόν</i><br />α) μεταξωτό [[ένδυμα]]<br />β) το κόκκινο [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σηρικά</i><br />τά τζίτζιφα. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (Σήρ)
A Seric, silken, ἐσθής Luc.Salt.63; παραπετάσματα, σκευή, D.C.43.24, 59.26; νῆμα Gal.10.942 (pl.), Hld.2.31; τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Plu.2.396b; written σειρικός, Gal.5.46:—as Subst., σηρικόν, τό, silken robe, silk, Apoc.18.12 (v.l. σιρικόν), Peripl.M. Rubr.49; in pl., Nearch. ap. Str.15.1.20. 2 σηρικά, τά, jujubes, Gal.6.614, Paul.Aeg.1.81. 3 σηρικόν (fort. συρικόν), τό, a red pigment, Olymp.Alch.p.76 B., Zos.Alch. p.248 B.; Syricum pigmentum, quod Syrii Phoenices in Rubri maris litoribus colligunt, Isid.Etym.19.17.6 (where it is distd. from Sericum).
German (Pape)
[Seite 876] eigtl. scrisch, gew. seiden, von Seide, Plut. Pyth. or. 4 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σηρῐκός: -ή, -όν, (Σὴρ) μετάξινος, ἐκ μετάξης (ἴδε ἐν λ. βύσσος), ἐσθὴς Λουκ. π. Ὀρχ. 63· σκευὴ Δίων Κ. 59.26· νῆμα Ἡλιόδ. 2. 31· τὰ σ. τῶν ὑφασμάτων Πλούτ. 2.396Β· - ὡς οὐσιαστ., σηρικόν (διάφορ. γραφ. σηρικόν), τό, μεταξίνη ἐσθής, μέταξα, Ἀποκάλ. ιη΄, 12, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλλάσσ. 49· ἐν τῷ πληθ., Στράβ. 693.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de soie.
Étymologie: σήρ.
English (Strong)
from Ser (an Indian tribe from whom silk was procured; hence the name of the silk-worm); Seric, i.e. silken (neuter as noun, a silky fabric): silk.
Greek Monolingual
και σειρικός, -ή, όν, ΜΑ [[σήρ, σηρός]] κατασκευασμένος από μετάξι, μεταξωτός, μετάξινος, μεταξένιος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τo σηρικόν
α) μεταξωτό ένδυμα
β) το κόκκινο χρώμα
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σηρικά
τά τζίτζιφα.