σιδηρότρωτος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
(6_18) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδηρότρωτος''': -ον, ὁ τρωθείς, τετρωμένος διὰ σιδήρου, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 323. | |lstext='''σῐδηρότρωτος''': -ον, ὁ τρωθείς, τετρωμένος διὰ σιδήρου, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 323. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που πληγώθηκε με σίδηρο, με [[ξίφος]] ή με [[μάχαιρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τιτρώσκω]] «[[τραυματίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>καρδιό</i>-<i>τρωτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A wounded with iron, Sch.D Il.13.323.
German (Pape)
[Seite 880] mit Eisen verwundet, Schol. Il. 13, 323.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρότρωτος: -ον, ὁ τρωθείς, τετρωμένος διὰ σιδήρου, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 323.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πληγώθηκε με σίδηρο, με ξίφος ή με μάχαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + τρωτός (< τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. καρδιό-τρωτος].