σκαλαθύρω: Difference between revisions
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=jouer.<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]]. | |btext=jouer.<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σκάβω]], [[σκαλίζω]]<br /><b>2.</b> [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκάλλω]] «[[σκαλίζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἀθύρω]] «[[παίζω]], [[διασκεδάζω]]». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμό με σημ. «[[συνευρίσκομαι]] ερωτικά»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], (σκάλλω)
A dig, Hsch.: sens. obsc., Ar.Ec.611.
German (Pape)
[Seite 888] a) eigtl., von σκάλλω, graben, Hesych. – b) im obscönen Sinne, beschlafen; ἢν μείρακ' ἰδὼν ἐπιθυμήσῃ καὶ βούληται σκαλαθῦραι, Ar. Eccl. 611, Schol. συνουσιάσαι.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλᾰθύρω: [ῡ], (σκάλλω) σκάπτω, σκαλίζω, «λάθρα πλησιάζω» καὶ «ἀκολασταίνω» Ἡσύχ.· - ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, = βινέω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 611.
French (Bailly abrégé)
jouer.
Étymologie: σκάλλω.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Ησύχ.) σκάβω, σκαλίζω
2. συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλλω «σκαλίζω» + ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμό με σημ. «συνευρίσκομαι ερωτικά»].