σκαριφησμός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(11)
 
(37)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=skarifhsmo/s
|Beta Code=skarifhsmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a scratching up</b>, <b class="b3">σκαριφησμοὶ λήρων</b> <b class="b2">petty quibbles</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1497</span>, ubi v. Sch.(<span class="bibl">1545</span>), prob. cj. in Numen. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>14.5</span> (for <b class="b3">σκαρφηθμοῖς</b> codd.); also σκαριφήματα, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>630</span>, Phot. s.v. [[σκαλαθύρματα]]; σκᾰρῑφ-εύματα, Suid. s.v. [[σκαλαθυρμάτια]]; σκᾰρῑφ-ίσματα, Hsch. s.v. [[σκαλαθυρμάτια]].</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a scratching up</b>, <b class="b3">σκαριφησμοὶ λήρων</b> <b class="b2">petty quibbles</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1497</span>, ubi v. Sch.(<span class="bibl">1545</span>), prob. cj. in Numen. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>14.5</span> (for <b class="b3">σκαρφηθμοῖς</b> codd.); also σκαριφήματα, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>630</span>, Phot. s.v. [[σκαλαθύρματα]]; σκᾰρῑφ-εύματα, Suid. s.v. [[σκαλαθυρμάτια]]; σκᾰρῑφ-ίσματα, Hsch. s.v. [[σκαλαθυρμάτια]].</span>
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και πιθ. γρφ. [[σκαριφηθμός]] και [[σκαρφηθμός]], Α<br />ελαφρό και [[πρόχειρο]] [[σχεδίασμα]] ιχνογράφηση, [[σκίτσο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[πρόκληση]] αμυχών ή νυγμών στο [[δέρμα]], [[χωρίς]] να συνοδεύονται [[συνήθως]] από [[αιμορραγία]], για [[εκτέλεση]] δερματικών δοκιμασιών και ορισμένων εμβολιασμών [[καθώς]] και για κοφτές βεντούζες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξύσιμο]]<br /><b>2.</b> <b>(ρητορ.)</b> επιπόλαιη, ανόητη [[έκφραση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σκαριφησμοί λήρων» — φλυαρίες που παρουσιάζουν μικρά και ασήμαντα πράγματα ως μεγάλα και σπουδαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκαριφῶμαι</i> (από το θ. του αορ. <i>σκαριφησ</i>-) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ναυαγ</i>-<i>ησ</i>-<i>μός</i>: <i>ναυαγῶ</i>, <i>νουθετ</i>-<i>ησ</i>-<i>μός</i>: <i>νουθετῶ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰρῑφησμός Medium diacritics: σκαριφησμός Low diacritics: σκαριφησμός Capitals: ΣΚΑΡΙΦΗΣΜΟΣ
Transliteration A: skariphēsmós Transliteration B: skariphēsmos Transliteration C: skarifismos Beta Code: skarifhsmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A a scratching up, σκαριφησμοὶ λήρων petty quibbles, Ar.Ra.1497, ubi v. Sch.(1545), prob. cj. in Numen. ap. Eus.PE14.5 (for σκαρφηθμοῖς codd.); also σκαριφήματα, Sch.Ar.Nu.630, Phot. s.v. σκαλαθύρματα; σκᾰρῑφ-εύματα, Suid. s.v. σκαλαθυρμάτια; σκᾰρῑφ-ίσματα, Hsch. s.v. σκαλαθυρμάτια.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πιθ. γρφ. σκαριφηθμός και σκαρφηθμός, Α
ελαφρό και πρόχειρο σχεδίασμα ιχνογράφηση, σκίτσο
νεοελλ.
ιατρ. πρόκληση αμυχών ή νυγμών στο δέρμα, χωρίς να συνοδεύονται συνήθως από αιμορραγία, για εκτέλεση δερματικών δοκιμασιών και ορισμένων εμβολιασμών καθώς και για κοφτές βεντούζες
μσν.-αρχ.
1. ξύσιμο
2. (ρητορ.) επιπόλαιη, ανόητη έκφραση
3. φρ. «σκαριφησμοί λήρων» — φλυαρίες που παρουσιάζουν μικρά και ασήμαντα πράγματα ως μεγάλα και σπουδαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαριφῶμαι (από το θ. του αορ. σκαριφησ-) + κατάλ. -μός (πρβλ. ναυαγ-ησ-μός: ναυαγῶ, νουθετ-ησ-μός: νουθετῶ)].