σιτιστής: Difference between revisions
From LSJ
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
(6_19) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῑτιστής''': -οῦ, ὁ, = [[σιτευτής]], Φιλῆς π. Ζῴων ἰδιότ. 5. 96. | |lstext='''σῑτιστής''': -οῦ, ὁ, = [[σιτευτής]], Φιλῆς π. Ζῴων ἰδιότ. 5. 96. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜ [[σιτίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[στρατιωτικός]], [[σήμερα]] [[υπαξιωματικός]], [[συνήθως]] [[λοχίας]] του λόχου, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρηση τών ειδών διατροφής, ένδυσης και υπόδησης της αντίστοιχης μονάδας<br /><b>μσν.</b><br />ο [[σιτευτής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,=
A fartor, Gloss.
German (Pape)
[Seite 885] ὁ, = σιτευτής, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτιστής: -οῦ, ὁ, = σιτευτής, Φιλῆς π. Ζῴων ἰδιότ. 5. 96.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ σιτίζω
νεοελλ.
στρ. στρατιωτικός, σήμερα υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας του λόχου, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρηση τών ειδών διατροφής, ένδυσης και υπόδησης της αντίστοιχης μονάδας
μσν.
ο σιτευτής.