σίσαρον: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(6_21) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σίσᾰρον''': τό, [[φυτόν]] τι ἔχον ἐδώδιμον ῥίζαν, [[ἴσως]] τὸ παρὰ φυτολόγοις Sium sisarum, Λατιν. siser, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 120C, Διοσκ. 2. 139. | |lstext='''σίσᾰρον''': τό, [[φυτόν]] τι ἔχον ἐδώδιμον ῥίζαν, [[ἴσως]] τὸ παρὰ φυτολόγοις Sium sisarum, Λατιν. siser, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 120C, Διοσκ. 2. 139. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[ονομασία]] φυτού με εδώδιμη [[ρίζα]], ίσως της παστινάκης ή παστινάκας ή του σίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με τα ονόματα [[φυτών]] [[ἄσαρον]], [[ἀρίσαρον]], [[σάρι]], [[καθώς]] και με το λατ. <i>siser</i> που έχει την [[ίδια]] σημ. Η [[άποψη]] ότι η λ. έχει σχηματιστεί από [[σάρον]] «[[σκουπίδι]]» με διπλασιασμό <i>σι</i>- προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A parsnip, Pastinaca sativa, Epich.3, 27, Diocl.Fr.122, Sammelb.6801.23 (iii B.C.), Dsc.2.113, Sor.1.51.
German (Pape)
[Seite 884] τό, eine Pflanze mit eßbarer Wurzel, Rapunzel; Epicharm. bei Ath. III, 120 c; Diosc.; sium sisarum Linn., lat, siser.
Greek (Liddell-Scott)
σίσᾰρον: τό, φυτόν τι ἔχον ἐδώδιμον ῥίζαν, ἴσως τὸ παρὰ φυτολόγοις Sium sisarum, Λατιν. siser, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 120C, Διοσκ. 2. 139.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ονομασία φυτού με εδώδιμη ρίζα, ίσως της παστινάκης ή παστινάκας ή του σίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα ονόματα φυτών ἄσαρον, ἀρίσαρον, σάρι, καθώς και με το λατ. siser που έχει την ίδια σημ. Η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί από σάρον «σκουπίδι» με διπλασιασμό σι- προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].