σκίμπων: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(6_14)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκίμπων''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[σκίπων]], [[ἐνίοτε]] εἰσαγόμενος καὶ εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῶν δοκίμων συγγραφέων.
|lstext='''σκίμπων''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[σκίπων]], [[ἐνίοτε]] εἰσαγόμενος καὶ εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῶν δοκίμων συγγραφέων.
}}
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σκίπων]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίμπων Medium diacritics: σκίμπων Low diacritics: σκίμπων Capitals: ΣΚΙΜΠΩΝ
Transliteration A: skímpōn Transliteration B: skimpōn Transliteration C: skimpon Beta Code: ski/mpwn

English (LSJ)

   A v. σκίπων.

German (Pape)

[Seite 899] ωνος, ὁ, = σκίπων, σκήπων, Stab, Stütze; σκολιῷ σκίμπωνι χερὸς διερειδομένα, Eur. Hec. 65; Plut. Camill. 22; Schol. Ar. Vesp. 727.

Greek (Liddell-Scott)

σκίμπων: μεταγεν. τύπος τοῦ σκίπων, ἐνίοτε εἰσαγόμενος καὶ εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῶν δοκίμων συγγραφέων.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
βλ. σκίπων.