σμικρύνω: Difference between revisions
From LSJ
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>att. c.</i> [[μικρύνω]]. | |btext=<i>att. c.</i> [[μικρύνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[σμικρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μικρότερο, [[ελαττώνω]] ως [[προς]] τις διαστάσεις, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[μεγεθύνω]]<br /><b>2.</b> αναπαριστώ [[κάτι]] σε μικρότερο [[μέγεθος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[υποβιβάζω]], [[ταπεινώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θεωρώ]] [[κάτι]] ευτελές, ασήμαντο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
A think meanly of, τὰς προτάσεις App.Mac.9.3; cf. μικρύνω.
German (Pape)
[Seite 911] att. statt μικρύνω.
French (Bailly abrégé)
att. c. μικρύνω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σμικρός
νεοελλ.
1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω ως προς τις διαστάσεις, σε αντιδιαστολή προς το μεγεθύνω
2. αναπαριστώ κάτι σε μικρότερο μέγεθος
μσν.-αρχ.
υποβιβάζω, ταπεινώνω
αρχ.
θεωρώ κάτι ευτελές, ασήμαντο.