σπαδονίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
(6_1)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπᾰδονίζω''': ([[σπαδών]])· ― σπ. τὸν ἦχον, ἔχω ἦχον ἀδύνατον, ἐκνευρισμένον, ἐπὶ τῶν βραχέων φωνηέντων, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 14.
|lstext='''σπᾰδονίζω''': ([[σπαδών]])· ― σπ. τὸν ἦχον, ἔχω ἦχον ἀδύνατον, ἐκνευρισμένον, ἐπὶ τῶν βραχέων φωνηέντων, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 14.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[σπαδών]], -<i>όνος</i>]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] χαλαρό, [[χαλαρώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με ήχο) [[περικόπτω]], [[μειώνω]], [[περιορίζω]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰδονίζω Medium diacritics: σπαδονίζω Low diacritics: σπαδονίζω Capitals: ΣΠΑΔΟΝΙΖΩ
Transliteration A: spadonízō Transliteration B: spadonizō Transliteration C: spadonizo Beta Code: spadoni/zw

English (LSJ)

(σπάδων)

   A make flaccid, περὶ τοῖς ὀδοῦσι . . τὰς τῆς πιμελῆς κτηδόνας Sor.1.118.    2 metaph. in trans. sense, σ. τὸν ἦχον curtail, cramp, emasculate their sound, of the short vowels, D.H. Comp.14 (as v.l. for σπανίζει).

German (Pape)

[Seite 915] wie σπάω, reißen, zerren, ἦχον, D. Hal. de C. V. 14, Schaef. zu vgl. p. 162.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰδονίζω: (σπαδών)· ― σπ. τὸν ἦχον, ἔχω ἦχον ἀδύνατον, ἐκνευρισμένον, ἐπὶ τῶν βραχέων φωνηέντων, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 14.

Greek Monolingual

Α σπαδών, -όνος]
1. καθιστώ κάτι χαλαρό, χαλαρώνω
2. μτφ. (σχετικά με ήχο) περικόπτω, μειώνω, περιορίζω.