σποργίλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(Bailly1_4)
 
(38)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />moineau, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>vha.</i> sperka, <i>v-pruss.</i> spergla- « moineau ».
|btext=ου (ὁ) :<br />moineau, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>vha.</i> sperka, <i>v-pruss.</i> spergla- « moineau ».
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] πουλιού, πιθ. ο [[σπουργίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>σποργ</i>-[[ίλος]] / <i>σπέργ</i>-<i>ουλος</i> συνδέονται με τ. της Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «[[σπουργίτι]]» και φωνηεντισμό <i>e</i>, όπως αρχ. άνω γερμ. <i>sperka</i>, αρχ. πρωσ. <i>spergla</i> (και με διαφορετικό φωνηεντισμό <i>spurglis</i>), ενώ ο τ. [[σπαράσιον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπαρ</i>-<i>Fάσιον</i>) με τα γοτθ. <i>sparwa</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>sparo</i>, αρχ. νορβ. <i>sperr</i>. Με τους τ. [[επίσης]] συνδέονται πιθ. το ελλ. <i>ψάρ</i> «το [[πουλί]] [[ψαρόνι]]» και το λατ. <i>parra</i> «όρνις». Από τους τ. [[σποργίλος]], [[σπέργουλος]] και [[σπαράσιον]] αρχαιότερος [[είναι]] ο τ. [[σποργίλος]] σχηματισμένος με [[επίθημα]] -<i>ιλος</i>, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (<b>πρβλ.</b> <i>ὀρχ</i>-[[ίλος]], <i>τροχ</i>-[[ίλος]]), ενώ ο τ. [[σπαράσιον]] εμφανίζει σπάνιο [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> [[κοράσιον]], <i>κορυφάσιον</i>). Για τον τ. [[σπέργουλος]] / <i>πέργουλον</i> <b>βλ. λ.</b> [[σπέργουλος]].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
moineau, oiseau.
Étymologie: DELG vha. sperka, v-pruss. spergla- « moineau ».

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος πουλιού, πιθ. ο σπουργίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σποργ-ίλος / σπέργ-ουλος συνδέονται με τ. της Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «σπουργίτι» και φωνηεντισμό e, όπως αρχ. άνω γερμ. sperka, αρχ. πρωσ. spergla (και με διαφορετικό φωνηεντισμό spurglis), ενώ ο τ. σπαράσιον (< σπαρ-Fάσιον) με τα γοτθ. sparwa, αρχ. άνω γερμ. sparo, αρχ. νορβ. sperr. Με τους τ. επίσης συνδέονται πιθ. το ελλ. ψάρ «το πουλί ψαρόνι» και το λατ. parra «όρνις». Από τους τ. σποργίλος, σπέργουλος και σπαράσιον αρχαιότερος είναι ο τ. σποργίλος σχηματισμένος με επίθημα -ιλος, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (πρβλ. ὀρχ-ίλος, τροχ-ίλος), ενώ ο τ. σπαράσιον εμφανίζει σπάνιο επίθημα (πρβλ. κοράσιον, κορυφάσιον). Για τον τ. σπέργουλος / πέργουλον βλ. λ. σπέργουλος.