σταδιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
(6_14)
 
(38)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σταδιάζω''': μετρῶ κατὰ στάδια - μεταφορ., ὁ σταδιάζων (ἐξυπακ. [[λόγος]]), [[εἰκασία]], Mar. Victor. εἰς Κικ. Ρητ.
|lstext='''σταδιάζω''': μετρῶ κατὰ στάδια - μεταφορ., ὁ σταδιάζων (ἐξυπακ. [[λόγος]]), [[εἰκασία]], Mar. Victor. εἰς Κικ. Ρητ.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[στάδιον]]<br /><b>1.</b> [[μετρώ]] [[κατά]] στάδια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σταδιάζων [[λόγος]]»<br /><b>μτφ.</b> [[εικασία]] (Μάρ. Βικτ.).
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σταδιάζω: μετρῶ κατὰ στάδια - μεταφορ., ὁ σταδιάζων (ἐξυπακ. λόγος), εἰκασία, Mar. Victor. εἰς Κικ. Ρητ.

Greek Monolingual

Α στάδιον
1. μετρώ κατά στάδια
2. φρ. «σταδιάζων λόγος»
μτφ. εικασία (Μάρ. Βικτ.).