σταφύλη: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(Autenrieth)
(38)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[plummet]]; σταφύλῃ ἐπὶ [[νῶτον]] ἐῖσαι, matched to a [[hair]] in [[height]] (plumb-[[equal]]), Il. 2.765†.
|auten=[[plummet]]; σταφύλῃ ἐπὶ [[νῶτον]] ἐῖσαι, matched to a [[hair]] in [[height]] (plumb-[[equal]]), Il. 2.765†.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />το μετάλλινο [[βαρίδι]] της στάθμης τών ξυλουργών και τών κτιστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταφυλή]], με αναβιβασμό του τόνου (<b>πρβλ.</b> [[κανθύλη]], [[κοτύλη]])].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 931] ἡ, das Senkblei in der Bleiwage der Zimmerleute (weil es an der Schnur wie die Traube on ihrem dünnen Stiele hängt, σταφυλή), auch die Bleiwage selbst; ἵππους σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἐΐσας, Il. 2, 765, Rosse über den Rücken hin so gleich, als wären sie mit der Bleiwage gemessen.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
fil à plomb ; niveau ; ἵπποι σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον IL cavales dont le dos est de niveau, comme un fil à plomb.
Étymologie: R. Σταφ, fouler aux pieds, par développ. de la R. Στα, se tenir debout ; cf. ἵστημι.

English (Autenrieth)

plummet; σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἐῖσαι, matched to a hair in height (plumb-equal), Il. 2.765†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το μετάλλινο βαρίδι της στάθμης τών ξυλουργών και τών κτιστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. κανθύλη, κοτύλη)].