στενόπους: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy

Source
(6_14)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στενόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν [[πόδα]] (ἕτεροι [[στεγανόπους]]), Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 2.
|lstext='''στενόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν [[πόδα]] (ἕτεροι [[στεγανόπους]]), Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-όποδος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[στενά]] πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στενός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενόπους Medium diacritics: στενόπους Low diacritics: στενόπους Capitals: ΣΤΕΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: stenópous Transliteration B: stenopous Transliteration C: stenopous Beta Code: steno/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος,

   A narrow-footed, Polem.Phgn.2.85; f.l. for στεγανό- (q.v.), Arist.Phgn.810a24.

German (Pape)

[Seite 935] ὁ, ἡ, dünnfüßig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στενόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν πόδα (ἕτεροι στεγανόπους), Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 2.

Greek Monolingual

-όποδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει στενά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + πούς, ποδός].