στέλλα: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
(38) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=ste/lla | |Beta Code=ste/lla | ||
|Definition=<b class="b3">ζῶσμα</b>, Hsch. στελλάνδρα· <b class="b3">ἡ κόρη</b>, Id. | |Definition=<b class="b3">ζῶσμα</b>, Hsch. στελλάνδρα· <b class="b3">ἡ κόρη</b>, Id. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ζῶσμα]]».στέλ(λ)α <b>(II)</b><br />η, Ν<br />το γωνιόμετρο τών τεχνητών το οποίο αποτελείται από δύο κινητούς κανόνες και χρησιμοποιείται για [[χάραξη]] γωνιών, αλλ. [[γονάτιο]] ή [[ψευδογνώμονας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ζῶσμα, Hsch. στελλάνδρα· ἡ κόρη, Id.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ζῶσμα».στέλ(λ)α (II)
η, Ν
το γωνιόμετρο τών τεχνητών το οποίο αποτελείται από δύο κινητούς κανόνες και χρησιμοποιείται για χάραξη γωνιών, αλλ. γονάτιο ή ψευδογνώμονας.