στέρημα: Difference between revisions
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
(6_21) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στέρημα''': τό, ([[στερέω]]) τὸ ἀφαιρούμενον, ἀποστερούμενον, νοὸς στ., ἡμαρτημ. γραφ. πιθαν. ἀντὶ τέρεμνα, Σοφ. Ἀποσπ. 226. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Καλλισθένους. | |lstext='''στέρημα''': τό, ([[στερέω]]) τὸ ἀφαιρούμενον, ἀποστερούμενον, νοὸς στ., ἡμαρτημ. γραφ. πιθαν. ἀντὶ τέρεμνα, Σοφ. Ἀποσπ. 226. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Καλλισθένους. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στερώ]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που στερείται [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[στέρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθετί]] που αφαιρείται ή αρπάζεται από κάποιον. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is taken away, ναὸς σ. f.l. (variously emended) in S.Fr.241. II = στέρησις, Ps.-Callisth.2.43.
German (Pape)
[Seite 937] τό, das Geraubte; Soph. fr. 227; M. Ant. 12, 24.
Greek (Liddell-Scott)
στέρημα: τό, (στερέω) τὸ ἀφαιρούμενον, ἀποστερούμενον, νοὸς στ., ἡμαρτημ. γραφ. πιθαν. ἀντὶ τέρεμνα, Σοφ. Ἀποσπ. 226. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Καλλισθένους.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ στερώ
1. καθετί που στερείται κανείς
2. στέρηση
αρχ.
καθετί που αφαιρείται ή αρπάζεται από κάποιον.