στροβιλοειδής: Difference between revisions
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />en forme de toupie <i>ou</i> de pomme de pin, conique.<br />'''Étymologie:''' [[στρόβιλος]], [[εἶδος]]. | |btext=ής, ές :<br />en forme de toupie <i>ou</i> de pomme de pin, conique.<br />'''Étymologie:''' [[στρόβιλος]], [[εἶδος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιάζει με στρόβιλο, με [[δίνη]], [[στροβιλώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με κώνο πεύκης, [[κωνικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στροβιλοειδῶς</i> Α<br />με κωνικό [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρόβιλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like a στρόβιλος, conical, σχῆμα Thphr.HP3.12.9, cf. Ruf.Anat.32; ὕψος Str.17.1.10. Adv. -δῶς Ruf.Oss.21.
German (Pape)
[Seite 955] ές, von der Art od. Gestalt eines στρόβιλος, eines Kreisels, Fichtenzapfens, kegelförmig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
στροβῑλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς στρόβιλον, κωνικός, σχῆμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 9· ὕφος Στράβ. 795. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ροῦφ. Ἐφέσ. σ. 189 ἔκδ. Ruelle.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
en forme de toupie ou de pomme de pin, conique.
Étymologie: στρόβιλος, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με στρόβιλο, με δίνη, στροβιλώδης
αρχ.
αυτός που μοιάζει με κώνο πεύκης, κωνικός.
επίρρ...
στροβιλοειδῶς Α
με κωνικό σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος + -ειδής].