στρομβώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
(6_7) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρομβώδης''': -ες, ἴδε [[στρομβοειδής]]. | |lstext='''στρομβώδης''': -ες, ἴδε [[στρομβοειδής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[στρόμβος]]<br /><b>1.</b> [[στρομβοειδής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ στρομβώδη</i><br />σπειροειδή όστρακα και τα ζωύφια που ζουν [[μέσα]] σ' αυτά. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. στρομβοειδής.
German (Pape)
[Seite 955] ε ς, zsgzgn statt στρομβοειδής, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στρομβώδης: -ες, ἴδε στρομβοειδής.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α στρόμβος
1. στρομβοειδής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στρομβώδη
σπειροειδή όστρακα και τα ζωύφια που ζουν μέσα σ' αυτά.