στρομβοειδής

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρομβοειδής Medium diacritics: στρομβοειδής Low diacritics: στρομβοειδής Capitals: ΣΤΡΟΜΒΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: stromboeidḗs Transliteration B: stromboeidēs Transliteration C: stromvoeidis Beta Code: stromboeidh/s

English (LSJ)

στρομβοειδές, and στρομβώδης, ες, like a στρόμβος 3: τὰ στρομβώδη spiral shells and the creatures in them, snails, etc., freq. in Arist., as HA528b8, PA684b34, al., also Xenocr. ap. Orib.2.58.91; τὰ στρομβοειδῆ Arist.HA528b17, cf. Xenocr. ap. Orib.2.58.79.

German (Pape)

[Seite 955] ές, von der Art od. Gestalt eines στρόμβος, eines Kreisels, Kegels, Sp.; – von der Art der στρόμβοι, Tiere, Arist. H. A. 4, 4.

Russian (Dvoretsky)

στρομβοειδής: конусообразный, конический (sc. ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

στρομβοειδής: -ές, συνῃρ. -ώδης, ες, ὅμοιος πρὸς στρόμβον (2)· τὰ στρομβώδη, σπειροειδὲς ὄστρακον καὶ τὰ ἐν αὐτῷ ζῳύφια, κοχλίαι καὶ τὰ τοιαῦτα, συχν. παρ’ Ἀριστ., οἷον π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 2, π. Ζ. Μορ. 4. 9, 2, κ. ἀλλ· τὰ στρομβοειδῆ, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 18.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει σχήμα στρόμθου, κώνου, κωνοειδής
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στρομβοειδῆ
ζωύφια με σπειροειδές όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόμβος «σβούρα, κουκουνάρι» + -ειδής].