στρομβώδης
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
v. στρομβοειδής.
German (Pape)
[Seite 955] ε ς, zsgzgn statt στρομβοειδής, Sp.
Russian (Dvoretsky)
στρομβώδης: Arst. = στρομβοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
στρομβώδης: -ες, ἴδε στρομβοειδής.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α στρόμβος
1. στρομβοειδής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στρομβώδη
σπειροειδή όστρακα και τα ζωύφια που ζουν μέσα σ' αυτά.