συγγραφικός: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la rédaction d’un ouvrage, <i>particul.</i> d’un ouvrage en prose.<br />'''Étymologie:''' [[συγγραφή]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la rédaction d’un ouvrage, <i>particul.</i> d’un ouvrage en prose.<br />'''Étymologie:''' [[συγγραφή]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συγγραφικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συγγραφή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγγραφή]] ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική [[ικανότητα]]» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συγγραφικά δικαιώματα»<br /><b>(νομ.)</b> τα ηθικά και οικονομικά δικαιώματα του δικαιούχου πνευματικής ιδιοκτησίας επιστημονικού, φιλοσοφικού ή καλλιτεχνικού έργου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ασχολείται με τη [[συγγραφή]] και, [[ιδίως]], ο [[πεζογράφος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ συγγραφική</i><br />η [[τέχνη]] του να συγγράφει [[κανείς]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εἶδος]] συγγραφικώτερον» — [[είδος]] που ταιριάζει περισσότερο σε πεζό λόγο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγγραφικῶς</i> Α<br />με [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]], λεπτομερειακώς, όπως περιγράφεται σε συμβόλαια («συγγραφικῶς ἐρεῑν» — το να μιλά [[κανείς]] με [[λεπτομέρεια]] συμβολαίου, με [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]], <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγρᾰφικός Medium diacritics: συγγραφικός Low diacritics: συγγραφικός Capitals: ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟΣ
Transliteration A: syngraphikós Transliteration B: syngraphikos Transliteration C: syggrafikos Beta Code: suggrafiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A given to writing, esp. prose works, ποιητικὸς ἢ ξ. Luc.Merc.Cond.35, cf. Jul. Or.7.205b; of or in prose composition, δεινότης Luc.Pisc.23; ἀρετὴ καὶ κακία Id.Hist.Conscr.42; -ώτερον εἶδος more suited to prose, Men.Rh. p.411 S. Adv., -κῶς ἐρεῖν speak like a book, i.e. with great precision, Pl.Phd.102d; opp. ὑπομνηματικῶς, Gal.18(1).529.

German (Pape)

[Seite 962] ή, όν, zum Schreiben eines Buches, eines Contractes gehörig, Luc. hist. conscr. 42 pisc. 23; – συγγραφικῶς ἐρεῖν, mit der buchstäblichen Genauigkeit eines Contractes sprechen, Plat. Phaed. 102 d.

Greek (Liddell-Scott)

συγγρᾰφικός: ήν, όν, ὁ καταγινόμενος εἰς συγγραφὰς μάλιστα ἐν πεζῷ λόγῳ ἢν δὲ ποιητικὸς αὐτὸς ἢ συγγραφικὸς ὁ πλούσιος ᾖ, κτλ. Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ μισθ. Συνόντ. 35· δεινότης συγγραφικῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἁλιεῖ 23· ἀρετὴ καὶ κακία Πῶς δεῖ Ἱστορ. Συγγρ. 42· συγγραφικώτερον εἶδος, μᾶλλον ἁρμόζον εἰς πεζὸν λόγον, Ρήτορες (Walz) τ. 9 σ. 279. ― Ἐπίρρ., συγγραφικῶς ἐρεῖν, ὁμιλεῖν ὡς βιβλίον ἢ ὡς συμβόλαιον, δηλ. μετὰ μεγάλης ἀκριβείας, Πλάτ. Φαίδων 102D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la rédaction d’un ouvrage, particul. d’un ouvrage en prose.
Étymologie: συγγραφή.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγγραφικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγγραφή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγραφή ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική ικανότητα» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», Λουκιαν.)
νεοελλ.
φρ. «συγγραφικά δικαιώματα»
(νομ.) τα ηθικά και οικονομικά δικαιώματα του δικαιούχου πνευματικής ιδιοκτησίας επιστημονικού, φιλοσοφικού ή καλλιτεχνικού έργου
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή και, ιδίως, ο πεζογράφος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συγγραφική
η τέχνη του να συγγράφει κανείς
3. φρ. «εἶδος συγγραφικώτερον» — είδος που ταιριάζει περισσότερο σε πεζό λόγο.
επίρρ...
συγγραφικῶς Α
με μεγάλη ακρίβεια, λεπτομερειακώς, όπως περιγράφεται σε συμβόλαια («συγγραφικῶς ἐρεῑν» — το να μιλά κανείς με λεπτομέρεια συμβολαίου, με μεγάλη ακρίβεια, Πλάτ.).