συγκαμπτός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκαμπτός''': -ή, -όν, συγκεκαμμένος, κεκαμμένος, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 9. 11. | |lstext='''συγκαμπτός''': -ή, -όν, συγκεκαμμένος, κεκαμμένος, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 9. 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκάμπτω]]<br />λυγισμένος, [[καμπύλος]]. | |||
}} | }} |