σύγκαυσις: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(6_9) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύγκαυσις''': ἡ, ([[συγκαίω]]) τὸ συγκαίειν, κατακαίειν, Πλάτ. Τίμ. 83A· τὸ καίειν, ὀπτᾶν, [[μάλιστα]] πλίνθους, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 37. | |lstext='''σύγκαυσις''': ἡ, ([[συγκαίω]]) τὸ συγκαίειν, κατακαίειν, Πλάτ. Τίμ. 83A· τὸ καίειν, ὀπτᾶν, [[μάλιστα]] πλίνθους, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 37. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-αύσεως, ἡ, Α [[συγκαίω]]<br /><b>1.</b> το να καίγεται [[κάποιος]] ή [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους ή άλλα<br /><b>2.</b> [[ψήσιμο]], [[ιδίως]] πλίνθων και πήλινων αγγείων<br /><b>3.</b> [[κατάσταση]] του σώματος που προέρχεται από [[καύση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (συγκαίω)
A burning, Pl.Ti.83a; baking of horn and pottery, Arist.Aud.802b4; parched state of body, Gal.15.895, Nat.Fac.2.9.
German (Pape)
[Seite 967] ἡ, das Verbrennen, Plat. Tim. 83 a; das zu starke Brennen, Rösten.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκαυσις: ἡ, (συγκαίω) τὸ συγκαίειν, κατακαίειν, Πλάτ. Τίμ. 83A· τὸ καίειν, ὀπτᾶν, μάλιστα πλίνθους, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 37.
Greek Monolingual
-αύσεως, ἡ, Α συγκαίω
1. το να καίγεται κάποιος ή κάτι μαζί με άλλους ή άλλα
2. ψήσιμο, ιδίως πλίνθων και πήλινων αγγείων
3. κατάσταση του σώματος που προέρχεται από καύση.