Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύλλεκτρος: Difference between revisions

From LSJ

Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg

Menander, Monostichoi, 534
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui partage la couche de, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λέκτρον]].
|btext=ος, ον :<br />qui partage la couche de, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λέκτρον]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον και ως ουσ. [[σύλλεκτρος]], ό, ἡ, ΜΑ<br />[[σύνευνος]], [[σύζυγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁ Διὸς [[σύλλεκτρος]]» <br />α) [[προσωνυμία]] του Αμφιτρύωνος [[επειδή]] κοιμήθηκε στο συζυγικό [[κρεβάτι]] της Αλκμήνης και του [[Διός]]<br />β) [[προσωνυμία]] του Ιξίονος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέκτρον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ομό</i>-<i>λεκτρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύλλεκτρος Medium diacritics: σύλλεκτρος Low diacritics: σύλλεκτρος Capitals: ΣΥΛΛΕΚΤΡΟΣ
Transliteration A: sýllektros Transliteration B: syllektros Transliteration C: syllektros Beta Code: su/llektros

English (LSJ)

ον,

   A partner of the bed, husband or wife, E.HF1268, cf. Supp.Epigr.2.874 (Egypt); σ. ἄνασσα AP9.657 (Marian.); σ. Διός sharing [Alcmena's] bed with Zeus, of Amphitryon, E.HF 1; so, of Ixion, σ. τῷ Διί Luc.D Deor.6.5.

German (Pape)

[Seite 975] ὁ, ἡ, Bettgenosse, Ehegattinn, Eur. Herc. Fur. 1268 u. sp. D., wie Agath. 49 (IX, 657); auch Luc. D. D. 6, 5.

Greek (Liddell-Scott)

σύλλεκτρος: -ον, ὁ συμμετέχων τοῦ αὐτοῦ λέκτρου, σύνευνος, ἐπὶ ἀνδρὸς ἢ γυναικὸς, Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 1268· τὸν Διὸς σύλλεκτρον, τὸν συγκοινωνοῦντα τῆς κοίτης [τῆς Ἀλκμήνης] μετὰ τοῦ Διός, περὶ τοῦ Ἀμφιτρύωνος, αὐτόθι 1· οὕτω περὶ τοῦ Ἰξίονος, σ. τῷ Διῒ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui partage la couche de, gén. ou dat..
Étymologie: σύν, λέκτρον.

Greek Monolingual

-ον και ως ουσ. σύλλεκτρος, ό, ἡ, ΜΑ
σύνευνος, σύζυγος
αρχ.
φρ. «ὁ Διὸς σύλλεκτρος»
α) προσωνυμία του Αμφιτρύωνος επειδή κοιμήθηκε στο συζυγικό κρεβάτι της Αλκμήνης και του Διός
β) προσωνυμία του Ιξίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -λεκτρος (< λέκτρον), πρβλ. ομό-λεκτρος].