συμβαδίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=marcher avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βαδίζω]].
|btext=marcher avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βαδίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[βαδίζω]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[συμπορεύομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω [[συνάφεια]] με [[κάτι]], [[συνυπάρχω]] («ο [[πλούτος]] δεν συμβαδίζει με την [[αρετή]]»).
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβᾰδίζω Medium diacritics: συμβαδίζω Low diacritics: συμβαδίζω Capitals: ΣΥΜΒΑΔΙΖΩ
Transliteration A: symbadízō Transliteration B: symbadizō Transliteration C: symvadizo Beta Code: sumbadi/zw

English (LSJ)

   A go with, τινι J.AJ1.20.3, D.C.77.13, Ael.NA7.41.

German (Pape)

[Seite 976] mitgehen, Themist.

Greek (Liddell-Scott)

συμβᾰδίζω: βαδίζω ὁμοῦ, βαίνω ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 20, 3, Δίων Κ. 77. 13, Αἰλ.

French (Bailly abrégé)

marcher avec, τινι.
Étymologie: σύν, βαδίζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
βαδίζω μαζί με κάποιον άλλο, συμπορεύομαι
νεοελλ.
έχω συνάφεια με κάτι, συνυπάρχω («ο πλούτος δεν συμβαδίζει με την αρετή»).