συνείσακτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6_17)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνείσακτος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] εἰσαγόμενος. ― Ὡς οὐσιαστ. ὁ [[συνείσακτος]] παρὰ τοῖς Ἐκκλ. (α) = [[ἀγαπητός]], [[ἤτοι]] πνευματικὸς [[ἀδελφός]], Γρηγ. Ναζ. IV, 88. 91. ― (β) ἡ [[συνείσακτος]], δηλ. [[παρθένος]] = ἀγαπητή, πνευματικὴ [[ἀδελφή]], Μαλχίων 256, Βασίλ. ΙΙ, 820, Γρηγ. Ναζ. IV, 89, κλπ., Λατ. subintroducta, Heinichen Eus. H. E. excurs. 13· θυγατέρες συν., νόθοι, Εὐστάθ. 1954. 8.
|lstext='''συνείσακτος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] εἰσαγόμενος. ― Ὡς οὐσιαστ. ὁ [[συνείσακτος]] παρὰ τοῖς Ἐκκλ. (α) = [[ἀγαπητός]], [[ἤτοι]] πνευματικὸς [[ἀδελφός]], Γρηγ. Ναζ. IV, 88. 91. ― (β) ἡ [[συνείσακτος]], δηλ. [[παρθένος]] = ἀγαπητή, πνευματικὴ [[ἀδελφή]], Μαλχίων 256, Βασίλ. ΙΙ, 820, Γρηγ. Ναζ. IV, 89, κλπ., Λατ. subintroducta, Heinichen Eus. H. E. excurs. 13· θυγατέρες συν., νόθοι, Εὐστάθ. 1954. 8.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[συνείσακτος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν [[συνεισάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι συνείσακτοι</i><br /><b>εκκλ.</b> εγκρατείς γυναίκες, αφιερωμένες, [[συνήθως]], παρθένες ή χήρες, οι οποίες συγκατοικούσαν με εγκρατείς άνδρες, κληρικούς ή ασκητές, με σκοπό την πνευματική [[τελείωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μαζί]] με άλλον εισαχθείς<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, <i>ἡ [[συνείσακτος]]<br />ο [[πνευματικός]] [[αδελφός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «θυγατέρες συνείσακτοι» — νόθες κόρες (<b>Ευστ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνείσακτος Medium diacritics: συνείσακτος Low diacritics: συνείσακτος Capitals: ΣΥΝΕΙΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: syneísaktos Transliteration B: syneisaktos Transliteration C: syneisaktos Beta Code: sunei/saktos

English (LSJ)

ον,

   A introduced together: Lat. synisactas, expld. by sociatrices, pudicas vel abstinentes (i.e. a priest's housekeeper), Gloss.    2 θυγατέρες σ. illegitimate, Eust.1954.8.

German (Pape)

[Seite 1011] mit, zugleich eingeführt, eingebracht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνείσακτος: -ον, ὁ ὁμοῦ εἰσαγόμενος. ― Ὡς οὐσιαστ. ὁ συνείσακτος παρὰ τοῖς Ἐκκλ. (α) = ἀγαπητός, ἤτοι πνευματικὸς ἀδελφός, Γρηγ. Ναζ. IV, 88. 91. ― (β) ἡ συνείσακτος, δηλ. παρθένος = ἀγαπητή, πνευματικὴ ἀδελφή, Μαλχίων 256, Βασίλ. ΙΙ, 820, Γρηγ. Ναζ. IV, 89, κλπ., Λατ. subintroducta, Heinichen Eus. H. E. excurs. 13· θυγατέρες συν., νόθοι, Εὐστάθ. 1954. 8.

Greek Monolingual

-η, -ο / συνείσακτος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν συνεισάγω
νεοελλ.
(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) οι συνείσακτοι
εκκλ. εγκρατείς γυναίκες, αφιερωμένες, συνήθως, παρθένες ή χήρες, οι οποίες συγκατοικούσαν με εγκρατείς άνδρες, κληρικούς ή ασκητές, με σκοπό την πνευματική τελείωση
μσν.-αρχ.
1. ο μαζί με άλλον εισαχθείς
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. , συνείσακτος
ο πνευματικός αδελφός
3. φρ. «θυγατέρες συνείσακτοι» — νόθες κόρες (Ευστ.).