συμμάρτυρος: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμμάρτῠρος''': -ον, = [[συμμάρτυς]], Μανέθων 6. 393. | |lstext='''συμμάρτῠρος''': -ον, = [[συμμάρτυς]], Μανέθων 6. 393. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για πλανήτη) αυτός που έχει σχετική [[θέση]] [[προς]] κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μάρτυρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάρτυς]], -<i>υρος</i> «[αστρολ.] αυτός που βρίσκεται [[απέναντι]] σε κάποιον άλλον»)]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για πλανήτη) αυτός που έχει σχετική [[θέση]] [[προς]] κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μάρτυρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάρτυς]], -<i>υρος</i> «[αστρολ.] αυτός που βρίσκεται [[απέναντι]] σε κάποιον άλλον»)]. | |mltxt=-ον, Α<br />(για πλανήτη) αυτός που έχει σχετική [[θέση]] [[προς]] κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μάρτυρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μάρτυς]], -<i>υρος</i> «[αστρολ.] αυτός που βρίσκεται [[απέναντι]] σε κάποιον άλλον»)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A configurate, of planets, Man.6.393,441.
German (Pape)
[Seite 980] = συμμάρτυρ, Man. 6, 442.
Greek (Liddell-Scott)
συμμάρτῠρος: -ον, = συμμάρτυς, Μανέθων 6. 393.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πλανήτη) αυτός που έχει σχετική θέση προς κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μάρτυρος (< μάρτυς, -υρος «[αστρολ.] αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον»)].
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πλανήτη) αυτός που έχει σχετική θέση προς κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μάρτυρος (< μάρτυς, -υρος «[αστρολ.] αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον»)].