συμμαχώ: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=συμμαχῶ, -έω, ΝΜΑ [[σύμμαχος]]<br />[[συνδέομαι]] με συμμαχικούς δεσμούς, [[είμαι]] [[σύμμαχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[συνεργάζομαι]] με άλλους στη [[διεξαγωγή]] κοινού αγώνα [[εναντίον]] τρίτου, [[συμπαρατάσσομαι]], [[συμπράττω]] («όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις συμμάχησαν [[εναντίον]] του καινούργιου κυβερνητικού νομοσχεδίου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐ ξυμμαχῶ ἀλλὰ ξυναδικῶ» — συνασπίζομαι όχι για πόλεμο [[αλλά]] για να συμπράξω σε [[κακούργημα]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συμμαχῶ, -έω, ΝΜΑ [[σύμμαχος]]<br />[[συνδέομαι]] με συμμαχικούς δεσμούς, [[είμαι]] [[σύμμαχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[συνεργάζομαι]] με άλλους στη [[διεξαγωγή]] κοινού αγώνα [[εναντίον]] τρίτου, [[συμπαρατάσσομαι]], [[συμπράττω]] («όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις συμμάχησαν [[εναντίον]] του καινούργιου κυβερνητικού νομοσχεδίου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐ ξυμμαχῶ ἀλλὰ ξυναδικῶ» — συνασπίζομαι όχι για πόλεμο [[αλλά]] για να συμπράξω σε [[κακούργημα]].
|mltxt=συμμαχῶ, -έω, ΝΜΑ [[σύμμαχος]]<br />[[συνδέομαι]] με συμμαχικούς δεσμούς, [[είμαι]] [[σύμμαχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[συνεργάζομαι]] με άλλους στη [[διεξαγωγή]] κοινού αγώνα [[εναντίον]] τρίτου, [[συμπαρατάσσομαι]], [[συμπράττω]] («όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις συμμάχησαν [[εναντίον]] του καινούργιου κυβερνητικού νομοσχεδίου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐ ξυμμαχῶ ἀλλὰ ξυναδικῶ» — συνασπίζομαι όχι για πόλεμο [[αλλά]] για να συμπράξω σε [[κακούργημα]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

συμμαχῶ, -έω, ΝΜΑ σύμμαχος
συνδέομαι με συμμαχικούς δεσμούς, είμαι σύμμαχος
νεοελλ.
μτφ. συνεργάζομαι με άλλους στη διεξαγωγή κοινού αγώνα εναντίον τρίτου, συμπαρατάσσομαι, συμπράττω («όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις συμμάχησαν εναντίον του καινούργιου κυβερνητικού νομοσχεδίου»)
αρχ.
1. βοηθώ, συντρέχω
2. φρ. «οὐ ξυμμαχῶ ἀλλὰ ξυναδικῶ» — συνασπίζομαι όχι για πόλεμο αλλά για να συμπράξω σε κακούργημα.

Greek Monolingual

συμμαχῶ, -έω, ΝΜΑ σύμμαχος
συνδέομαι με συμμαχικούς δεσμούς, είμαι σύμμαχος
νεοελλ.
μτφ. συνεργάζομαι με άλλους στη διεξαγωγή κοινού αγώνα εναντίον τρίτου, συμπαρατάσσομαι, συμπράττω («όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις συμμάχησαν εναντίον του καινούργιου κυβερνητικού νομοσχεδίου»)
αρχ.
1. βοηθώ, συντρέχω
2. φρ. «οὐ ξυμμαχῶ ἀλλὰ ξυναδικῶ» — συνασπίζομαι όχι για πόλεμο αλλά για να συμπράξω σε κακούργημα.