συμπρεσβύτερος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death

Source
(39)
(39)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(T WH συνπρεσβυτερος (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])), συμπρεσβυτερου, ὁ, a [[fellow]]-[[elder]], Vulg. consenior ([[see]] [[πρεσβύτερος]], 2b.): 1 Peter 5:1. (Ecclesiastical writings.)  
|txtha=(T WH συνπρεσβυτερος (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])), συμπρεσβυτερου, ὁ, a [[fellow]]-[[elder]], Vulg. consenior ([[see]] [[πρεσβύτερος]], 2b.): 1 Peter 5:1. (Ecclesiastical writings.)  
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[πρεσβύτερος]]<br />[[πρεσβύτερος]] [[μαζί]] με άλλους.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[πρεσβύτερος]]<br />[[πρεσβύτερος]] [[μαζί]] με άλλους.
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[πρεσβύτερος]]<br />[[πρεσβύτερος]] [[μαζί]] με άλλους.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρεσβύτερος Medium diacritics: συμπρεσβύτερος Low diacritics: συμπρεσβύτερος Capitals: ΣΥΜΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ
Transliteration A: sympresbýteros Transliteration B: sympresbyteros Transliteration C: sympresvyteros Beta Code: sumpresbu/teros

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A fellow-presbyter, 1 Ep.Pet.5.1, Supp.Epigr. 6.347 (Lycaonia).

German (Pape)

[Seite 990] ὁ, der Mitpresbyter, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρεσβύτερος: [ῠ], ὁ, ὁ καὶ πρεσβύτερος ὤν, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. ε΄, 1, Κυπριαν. Ἐπιστ. 5, 4, Εὐσ. ΙΙ, 465, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui est prêtre avec un autre.
Étymologie: σύν, πρεσβύτερος.

English (Strong)

from σύν and πρεσβύτερος; a co-presbyter: presbyter, also an elder.

English (Thayer)

(T WH συνπρεσβυτερος (cf. σύν, II. at the end)), συμπρεσβυτερου, ὁ, a fellow-elder, Vulg. consenior (see πρεσβύτερος, 2b.): 1 Peter 5:1. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ πρεσβύτερος
πρεσβύτερος μαζί με άλλους.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ πρεσβύτερος
πρεσβύτερος μαζί με άλλους.