συνεπαγωνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=être auxiliaire de, venir en aide à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπαγωνίζομαι]].
|btext=être auxiliaire de, venir en aide à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπαγωνίζομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπαγωνίζομαι]]<br />[[υποκινώ]] νέο αγώνα από κοινού με κάποιον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπαγωνίζομαι]]<br />[[υποκινώ]] νέο αγώνα από κοινού με κάποιον.
|mltxt=Α [[ἐπαγωνίζομαι]]<br />[[υποκινώ]] νέο αγώνα από κοινού με κάποιον.
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπᾰγωνίζομαι Medium diacritics: συνεπαγωνίζομαι Low diacritics: συνεπαγωνίζομαι Capitals: ΣΥΝΕΠΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synepagōnízomai Transliteration B: synepagōnizomai Transliteration C: synepagonizomai Beta Code: sunepagwni/zomai

English (LSJ)

   A join in stirring up a contest besides, τοῖς γεγονόσι besides all that had happened, Plb.3.118.6.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπαγωνίζομαι: ἀποθ., ἐπαγωνίζομαι ὁμοῦ, συνεπιφέρω νέον ἀγῶνα τοῖς γεγονόσι, ἐκτὸς τῶν ἤδη γενομένων, Πολύβ. 3. 118, 6.

French (Bailly abrégé)

être auxiliaire de, venir en aide à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπαγωνίζομαι.

Greek Monolingual

Α ἐπαγωνίζομαι
υποκινώ νέο αγώνα από κοινού με κάποιον.

Greek Monolingual

Α ἐπαγωνίζομαι
υποκινώ νέο αγώνα από κοινού με κάποιον.