συνεπιφέρω
English (LSJ)
A carry with one, πίστιν D.H.Lys.18; help to induce, τὰς τοιαύτας διαθέσεις Phld.Mus.p.6 K.; ὀλιγημέρους θανάτους Gal.15.490; join in applying, ὄνομα Plu.Pomp.2:—Med. in act. sense, Phld.Ir.p.80 W.:—Pass., συνεπενηνέχθαι τινί to be dragged in together with, Id.Po.5.18; to be borne along with, ναῦς -φερομένας ταῖς τῶν πολεμίων τριήρεσι D.S.13.45.
II of a term, carry along with it, i.e. imply, involve, τὸ πεζὸν καὶ τὸ δίπουν τὸ ζῷον Arist.Top.144b17, cf. 157b23, APr.52b7.
French (Bailly abrégé)
f. συνεποίσω, etc.
accoler un nom à un autre.
Étymologie: σύν, ἐπιφέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επιφέρω helpen teweegbrengen; mede toekennen.
German (Pape)
(φέρω), mit od. zugleich dazu tragen, bringen; ὄνομα, den Namen mit beilegen, Plut. Pomp. 2; andere Spätere, wie Nicom. arithm. 1.4.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιφέρω: (fut. συνεκοίσω)
1 вместе нести, приносить: σ. τινὶ ὄνομά τι Plut. сообща давать кому-л. какое-л. имя; συνεπιφέρεσθαί τινι Diod. нестись навстречу чему-л.;
2 нести с собой, т. е. содержать в себе, подразумевать Arst.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ἐπιφέρω
νεοελλ.
μτφ. συνεπάγομαι, έχω ως επακόλουθο
μσν.-αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) επιφέρω κάτι, φέρνω μαζί μου κάτι (α. «τὰ προσόντα μοι χρήματα συνεπιφερόμενος», Άνν. Κομν.
β. «τὴν πίστιν συνεπιφέρουσιν [αἱ διηγήσεις]», Δίον. Αλ.)
2. παθ. συνεπιφέρομαι
φέρομαι, παρασύρομαι μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
1. επιθέτω εφαρμόζω κι εγώ
2. (για λέξη) σημαίνω επίσης και κάτι άλλο.
Greek Monotonic
συνεπιφέρω: μέλ. -εποίσω, επιφέρω μαζί ή φέρνω μαζί μου, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιφέρω: ἐπιφέρω ὁμοῦ, φέρω μετ’ ἐμαυτοῦ, πίστιν Διον. Ἁλ. περὶ Λυσίου 18· συνεφαρμόζω, ᾗ καὶ τοὔνομα (δηλ. τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου) πολλῶν ἐν ἀρχῇ συνεπιφερόντων οὐκ ἔφευγε Πλουτ. Πομπ. 2. ― Παθ., φέρομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Διόδ. 13. 45. ΙΙ. ἐπὶ λέξεως, ἐπιφέρω ὁμοῦ, δηλ. περιέχω ὁμοῦ καὶ ἄλλο τι, σημαίνω ὁμοῦ προσέτι (οἷον ἡ λέξις τετράπουν περιλαμβάνει καὶ τὴν ἔννοιαν τοῦ ζῴου), Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 12., 8. 2, 6, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 46, 15.
Middle Liddell
fut. -εποίσω
to join in applying, Plut.