τροχάδην: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_3)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροχάδην''': [ᾰ], ἐπίρρ., ([[τρέχω]]) [[δρομάδην]], τρεχᾶτα, σχηματισθὲν κατὰ τὰ [[λογάδην]], [[σποράδην]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2647· τρόχος, [[τροχάδην]] Ἀπολλών. π. Ἐπιρρ. 611, 25.
|lstext='''τροχάδην''': [ᾰ], ἐπίρρ., ([[τρέχω]]) [[δρομάδην]], τρεχᾶτα, σχηματισθὲν κατὰ τὰ [[λογάδην]], [[σποράδην]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2647· τρόχος, [[τροχάδην]] Ἀπολλών. π. Ἐπιρρ. 611, 25.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> τρέχοντας, δρομαίως (α. «έφυγε [[τροχάδην]]» β. «[[τρόχος]] [[τροχάδην]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με βιαστικό τρόπο, [[γρήγορα]] [[γρήγορα]] («διάβασέ το [[τροχάδην]]»)<br /><b>2.</b> γυμναστικό [[παράγγελμα]] για [[τρέξιμο]] με μέτρια [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] ή [[τρόχος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[άδην]] (<b>πρβλ.</b> <i>τροπ</i>-[[άδην]])].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχᾰδην Medium diacritics: τροχάδην Low diacritics: τροχάδην Capitals: ΤΡΟΧΑΔΗΝ
Transliteration A: trochádēn Transliteration B: trochadēn Transliteration C: trochadin Beta Code: troxa/dhn

English (LSJ)

Adv., (τρέχω)

   A running, βαίνειν Epigr.Gr.288 (Cyprus), A.D.Adv.198.4.

Greek (Liddell-Scott)

τροχάδην: [ᾰ], ἐπίρρ., (τρέχω) δρομάδην, τρεχᾶτα, σχηματισθὲν κατὰ τὰ λογάδην, σποράδην, Συλλ. Ἐπιγρ. 2647· τρόχος, τροχάδην Ἀπολλών. π. Ἐπιρρ. 611, 25.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. τρέχοντας, δρομαίως (α. «έφυγε τροχάδην» β. «τρόχος τροχάδην», Απολλ. Δύσκ.)
νεοελλ.
1. με βιαστικό τρόπο, γρήγορα γρήγορα («διάβασέ το τροχάδην»)
2. γυμναστικό παράγγελμα για τρέξιμο με μέτρια ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροπ-άδην)].