ὑλάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(6_3)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλάζομαι''': [ῡ], ἀποθετ., [[ξυλίζομαι]], [[συνάγω]] ἢ [[συλλέγω]] ξύλα [[Πολυδ]]. Ζ΄, 109· «ὑλάσασθαι· ξύλα συναγαγεῖν» Ἡσύχ.
|lstext='''ὑλάζομαι''': [ῡ], ἀποθετ., [[ξυλίζομαι]], [[συνάγω]] ἢ [[συλλέγω]] ξύλα [[Πολυδ]]. Ζ΄, 109· «ὑλάσασθαι· ξύλα συναγαγεῖν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ὕλη]]<br /><b>(αποθ.)</b> [[συγκεντρώνω]] ή [[μεταφέρω]] ξύλα.
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλάζομαι Medium diacritics: ὑλάζομαι Low diacritics: υλάζομαι Capitals: ΥΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hylázomai Transliteration B: hylazomai Transliteration C: ylazomai Beta Code: u(la/zomai

English (LSJ)

[ῡ],

   A fetch or carry wood, IG22.1035.38,59, 1177.19, Poll. 7.109, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1176] holzen, Holz machen od. holen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλάζομαι: [ῡ], ἀποθετ., ξυλίζομαι, συνάγωσυλλέγω ξύλα Πολυδ. Ζ΄, 109· «ὑλάσασθαι· ξύλα συναγαγεῖν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α ὕλη
(αποθ.) συγκεντρώνω ή μεταφέρω ξύλα.